μηρυκάζω

μηρυκάζω
μηρύκασα (για χορτοφάγα ζώα)
1. ξαναμασώ την τροφή που έχω καταπιεί, αναχαράζω.
2. μτφ., επαναλαμβάνω με στερεότυπο τρόπο λόγια δικά μου ή άλλου: Κάθε φορά που συζητάμε μηρυκάζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηρυκάζω — μηρυκάζω, μηρύκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • μηρυκαζομένων — μηρυκάζω chew the cud pres part mp fem gen pl μηρυκάζω chew the cud pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκωμένων — μηρυκάζω chew the cud fut part mid fem gen pl μηρυκάζω chew the cud fut part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζει — μηρυκάζω chew the cud pres ind mp 2nd sg μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζον — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc voc sg μηρυκάζω chew the cud pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζοντα — μηρυκάζω chew the cud pres part act neut nom/voc/acc pl μηρυκάζω chew the cud pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζουσι — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζουσιν — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκώμενον — μηρυκάζω chew the cud fut part mid masc acc sg μηρυκάζω chew the cud fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”